- αποπληκτικός
- -ή, -ό (Α ἀποπληκτικός, -ή, -όν)ο σχετικός με την αποπληξία*αρχ.ο απόπληκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπληκτικά — ἀποπληκτικός paralysed neut nom/voc/acc pl ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός paralysed fem nom/voc/acc dual ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός paralysed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικῶν — ἀποπληκτικός paralysed fem gen pl ἀποπληκτικός paralysed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικόν — ἀποπληκτικός paralysed masc acc sg ἀποπληκτικός paralysed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικαῖς — ἀποπληκτικός paralysed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικοῖς — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικοῖσι — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικοῖσιν — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικοί — ἀποπληκτικός paralysed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικοῦ — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτικούς — ἀποπληκτικός paralysed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)